ταλκ

ταλκ
το
άκλ. (λ. γαλλ.), αντισηπτική σκόνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταλκ — το, Ν 1. τάλκης 2. βιομηχανικό παρασκεύασμα από αντιαλλεργική και αντισηπτική σκόνη που χρησιμοποιείται στη δερματολογία και την παιδική υγιεινή λόγω τής μονωτικής και απορροφητικής δράσης του και, μετά από ανάλογο καθαρισμό, ως αντιελκωτικό και… …   Dictionary of Greek

  • προσρόφηση — Φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ένος υγρού ή ενός αερίου συγκρατούνται μέσα σε ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα ορισμένων στερεών ουσιών, που ονομάζονται προσροφητές. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ζωικός άνθρακας, το ενεργό αργίλιο, η αλουμίνα, ο… …   Dictionary of Greek

  • τάλκης — Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό… …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”